μανικός

μανικός

μανικός, zur Raserei gehörig; μανικόν τι βλέπειν, wie ein Rasender aussehen, das Weiße im Auge nach außen gedreht, Ar. Plut. 424; rasend, unsinnig, Plat. Prot. 343 a; ἐπιχείρημα, Alc. I, 113 c; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν, Polit. 307 h, öfter; in heftiger Leidenschaft, Begeisterung, Enthusiast, Plat. Conv. 173 d u. Folgde; zum Zorn geneigt, Arist.; μανικὴ διάϑεσις, die Wuth, Pol. 32, 25, 6; – unsinnig groß, übertrieben, σωφρόνημα λίαν μανικόν, Xen. Ages. 5, 4, τῶν πολυτελῶν καὶ μανικῶν ἱππωνειῶν, Hipparch. 1, 12. – Auch = Raserei verursachend, φάρμακα, Plut. Arat. 54. – Adv. μανικῶς, διακείμενος, Plat. Phaed. 249 d, καὶ ἀτάκτως ἔρχεσϑαι, Legg. X, 897 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μανικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικός — ή, ό (AM μανικός, ή, όν) βλ. μανιακός …   Dictionary of Greek

  • μανικά — μανικός of neut nom/voc/acc pl μανικά̱ , μανικός of fem nom/voc/acc dual μανικά̱ , μανικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικώτερον — μανικός of adverbial comp μανικός of masc acc comp sg μανικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικῶν — μανικός of fem gen pl μανικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικόν — μανικός of masc acc sg μανικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικώτατα — μανικός of adverbial superl μανικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικώτατον — μανικός of masc acc superl sg μανικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικαῖς — μανικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικαί — μανικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανικοῖς — μανικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”