- μαξεινός
μαξεινός, ὁ, ein Fisch, Theophr. bei Ath. VIII, 332 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαξεινός, ὁ, ein Fisch, Theophr. bei Ath. VIII, 332 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάξεινος — μάξεινος, ὁ (Α) είδος θαλάσσιου ψαριού … Dictionary of Greek
μαξείνοις — μάξεινος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάξεινον — μάξεινος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζός — (I) μαζός, ὁ (Α) βλ. μαστός. (II) μαζός, ο (Α) το ψάρι μάξεινος* … Dictionary of Greek