- δακετόν
δακετόν, τό, ein beißendes Thier, s. δάκος; ἑρπετά τε καὶ δακετά Ar. Av. 1069; öfter Theophr.; δάκετον ist schlechtere Schreibart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακετόν, τό, ein beißendes Thier, s. δάκος; ἑρπετά τε καὶ δακετά Ar. Av. 1069; öfter Theophr.; δάκετον ist schlechtere Schreibart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάκετον — neut nom/voc/acc sg δάκετος masc/fem acc sg δάκετος neut nom/voc/acc sg δάκνω bite aor imperat act 2nd dual δάκνω bite aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακετόν — και δάκετον, το (Α) θηρίο που δαγκώνει, άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δάκος, το. Παράγεται (θ.) δακ , τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω, + (επίθημα) ετο (πρβλ. αιρ ετός, επαιν ετός, ερπ ετόν)] … Dictionary of Greek
δακετόν — δάκος animal of which the bite is dangerous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέτω — δάκετον neut nom/voc/acc dual δάκετον neut gen sg (doric aeolic) δάκετος masc/fem/neut nom/voc/acc dual δάκετος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δάκνω bite aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέτοις — δάκετον neut dat pl δάκετος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέτου — δάκετον neut gen sg δάκετος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέτων — δάκετον neut gen pl δάκετος masc/fem/neut gen pl δάκνω bite aor imperat act 3rd pl δάκνω bite aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέτῳ — δάκετον neut dat sg δάκετος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκετα — δάκετον neut nom/voc/acc pl δάκετος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκεθ' — δάκετα , δάκετον neut nom/voc/acc pl δάκετα , δάκετος neut nom/voc/acc pl δάκετε , δάκετος masc/fem voc sg δάκετε , δάκνω bite aor imperat act 2nd pl δάκετο , δάκνω bite aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) δάκετε , δάκνω bite aor ind act 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
denk̂- — denk̂ English meaning: to bite Deutsche Übersetzung: “beißen” Note: Root denk ̂ : “to bite” derived from Illyr. derivative of Root ĝembh , ĝmb̥ h : “to bite; tooth” common Illyr. ĝ > d phonetic mutatIon. Material: O.Ind … Proto-Indo-European etymological dictionary