- δακτυλίδιον
δακτυλίδιον, τό, dim. von δάκτυλος , Fingerchen, kleiner Zeh, Ar. Lys. 417. – Sp. = δακτύλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλίδιον, τό, dim. von δάκτυλος , Fingerchen, kleiner Zeh, Ar. Lys. 417. – Sp. = δακτύλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλίδιον — ring neut nom/voc/acc sg δακτυλί̱διον , δακτυλίδιον ring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιδίου — δακτυλίδιον ring neut gen sg δακτυλῑδίου , δακτυλίδιον ring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιδίων — δακτυλίδιον ring neut gen pl δακτυλῑδίων , δακτυλίδιον ring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιδίῳ — δακτυλίδιον ring neut dat sg δακτυλῑδίῳ , δακτυλίδιον ring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλίδια — δακτυλίδιον ring neut nom/voc/acc pl δακτυλί̱δια , δακτυλίδιον ring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANNULI Episem — ANNULI Ἐπίσημοι dicebantur qui gemmam habebant. Pollux, δακτύλιον, δακτυλίδιον, σφραγίδιον, σφραγίδας. Ο῞υτω γὰρ τους ἐπισήμους δακτνλίους ὠνόμαζον τοῦς τὰ σήμαντρα ἢ λίθους εν αὐτοῖς ἔχοντας. Σφραγὶς namque annuli gemma est; quâ qui carebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
δακτυλίδι — και δακτυλίδιον, το βλ. δαχτυλίδι … Dictionary of Greek
δαχτυλίδι — Βλ. λ. δακτυλίδι. * * * και δακτυλίδι, το (AM δακτυλίδιον Μ και δακτυλίδιν) [δακτύλιος] κόσμημα από μέταλλο συνήθως πολύτιμο (ή από άλλο υλικό) σε σχήμα κρίκου με λίθο ή σφραγίδα, το οποίο φοριέται στην κάτω φάλαγγα τών δαχτύλων τού χεριού,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρούς — ἠλεκτροῡς, oῡv (Α) πάπ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από ήλεκτρο, ηλέκτρινος («δακτυλίδιον ἠλεκτροῡν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο, κατά τα αργυρ ούς, χρυσ ούς] … Dictionary of Greek