- δακτυλήθρα
δακτυλήθρα, ἡ, 1) Handschuh, Xen. Cyr. 8, 8, 9; Ath. I , 6 d. – 2) ein Marterwerkzeug, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλήθρα, ἡ, 1) Handschuh, Xen. Cyr. 8, 8, 9; Ath. I , 6 d. – 2) ein Marterwerkzeug, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλήθρα — δακτυλήθρᾱ , δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc/acc dual δακτυλήθρᾱ , δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλήθρᾳ — δακτυλήθρᾱͅ , δακτυλήθρα finger sheath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλήθρα — η βλ. δαχτυλήθρα … Dictionary of Greek
δακτυλήθρα — η βλ. δαχτυλήθρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλήθρας — δακτυλήθρᾱς , δακτυλήθρα finger sheath fem acc pl δακτυλήθρᾱς , δακτυλήθρα finger sheath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλήθραν — δακτυλήθρᾱν , δακτυλήθρα finger sheath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλῆθραι — δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… … Dictionary of Greek
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek