δακτυλίζω

δακτυλίζω

δακτυλίζω, Hesych., = δακτυλοδεικτέω; bei Eustath. = einen Daktylus machen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δακτυλίζω — (AM) [δάκτυλος] μσν. παθ. δακτυλίζομαι γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο) αρχ. δακτυλίζω δακτυλοδεικτώ …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • καταδακτυλίζω — (Α) (για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”