- δακτυλίς
δακτυλίς, ίδος (fem. zu δακτυλιαῖος ), eine Weintraubengattung, Plin. H. N. 14, 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλίς, ίδος (fem. zu δακτυλιαῖος ), eine Weintraubengattung, Plin. H. N. 14, 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλίς — η (AM δακτυλίς) [δάκτυλος] νεοελλ. γένος φυτών που ανήκει στα αγρωστώδη μσν. 1. το δάχτυλο 2. το δαχτυλίδι αρχ. είδος σταφυλιού … Dictionary of Greek
δακτυλίδι — δακτυλίς grape fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλίδος — δακτυλίς grape fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek