- δακτυλεύς
δακτυλεύς, ὁ, eine Art Meerfisch, Ath. VII, 307 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλεύς, ὁ, eine Art Meerfisch, Ath. VII, 307 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλεύς — δακτυλεύς, ο (Α) θαλασσινό ψάρι, είδος κεστρέως σφυρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία τού ψαριού οφείλεται στο ιδιαίτερα λεπτό του σχήμα] … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek