δακτυλικός

δακτυλικός

δακτυλικός, 1) für die Finger bestimmt, ὄργανον, ein Instrument, das mit den Fingern gespielt wird, Poll. 4, 66; αὐλοί Ath. IV, 176 f; ψῆφος, der Stein am Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – 2) aus Daktylen bestehend, ῥυϑμός Longin.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δακτυλικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλικός — ή, ό βλ. δαχτυλικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλικά — δακτυλικός of neut nom/voc/acc pl δακτυλικά̱ , δακτυλικός of fem nom/voc/acc dual δακτυλικά̱ , δακτυλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικῶν — δακτυλικός of fem gen pl δακτυλικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικόν — δακτυλικός of masc acc sg δακτυλικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικαί — δακτυλικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικοῖς — δακτυλικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικοί — δακτυλικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικοῦ — δακτυλικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικούς — δακτυλικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”