δακτυλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… … Dictionary of Greek
δακτυλικός — ή, ό βλ. δαχτυλικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλικά — δακτυλικός of neut nom/voc/acc pl δακτυλικά̱ , δακτυλικός of fem nom/voc/acc dual δακτυλικά̱ , δακτυλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλικῶν — δακτυλικός of fem gen pl δακτυλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλικόν — δακτυλικός of masc acc sg δακτυλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλικαί — δακτυλικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλικοῖς — δακτυλικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλικοί — δακτυλικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλικοῦ — δακτυλικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλικούς — δακτυλικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)