δακτυλό-δεικτος

δακτυλό-δεικτος

δακτυλό-δεικτος, auf den man mit Fingern zeigt, berühmt; δακτυλοδεικτῶν (Conj. δακτυλόδεικτον) δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάϑρων, was Lob. paralipp. 497 für das particip. nimmt, manum intentans, qui est gestus obnuentium, Aesch. Ag. 1305.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοπόδεικτος — λοπόδεικτος, ον (Α) αυτός τον οποίο δείχνει κάποιος αλλά χωρίς να φαίνεται ευκρινώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπός + δεικτος(< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος, ουρανό δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόδεικτος — οὐρανόδεικτος, ον (Α) (για τη Σελήνη) αυτός που εμφανίζεται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + δεικτος (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • χειρόδεικτος — ον, Α δακτυλοδεικτούμενος, πασίγνωστος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δεικτός (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”