δεῖμα

δεῖμα

δεῖμα, τό (δείδω), Furcht, Schreck, Entsetzen; Homer einmal, Iliad. 5, 682 βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυϑμένος αἴϑοπι χαλκῷ, δεῖμα φέρων Δαναοῖσι; – Pind. I. 7, 12 u. öfter; Thuc. 2, 102; Plat. Phaedr. 251 a u. öfter, wie Folgde; oft stehen φόβοι u. δείματα vrbdn, z. B. Thuc. 7, 80; Plat. Legg. VII, 791 c; – das Schreckbild, Orph. Arg. 929; öfter bei Tragg., z. B. Soph. El. 411; ἀνδράσι Diosc. 11 (VI, 220); dah. auch = das Ungeheuer, Aesch. Ch. 481; Eur. Herc. Fur. 200; Opp. H. 5, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… …   Dictionary of Greek

  • Δεῖμα — Δείμας masc voc sg (doric aeolic) Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεῖμα fear fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖμα — δέμω build aor ind act 1st sg (homeric ionic) δεῖμα fear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεῖμ' — Δεῖμα , Δείμας masc voc sg (doric aeolic) Δεῖμα , Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεῖμαι , Δείμας masc nom/voc pl (doric aeolic) Δεῖμα , Δεῖμα fear fem nom/voc sg Δεῖμαι , Δεῖμα fear fem nom/voc pl Δεῖμε , Δεῖμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δείμας — Δείμᾱς , Δείμας masc acc pl (doric aeolic) Δείμᾱς , Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεί̱μᾱς , Δεῖμα fear fem acc pl Δεί̱μᾱς , Δεῖμα fear fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμασι — δείμᾱσι , δέμω build aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) δεί̱μασι , δεῖμα fear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμασιν — δείμᾱσιν , δέμω build aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) δεί̱μασιν , δεῖμα fear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δείμαο — Δείμᾱο , Δείμας masc gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμας — δείμᾱς , δέμω build aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμασαν — δείμᾱσαν , δέμω build aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”