δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek
Δεῖμα — Δείμας masc voc sg (doric aeolic) Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεῖμα fear fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖμα — δέμω build aor ind act 1st sg (homeric ionic) δεῖμα fear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεῖμ' — Δεῖμα , Δείμας masc voc sg (doric aeolic) Δεῖμα , Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεῖμαι , Δείμας masc nom/voc pl (doric aeolic) Δεῖμα , Δεῖμα fear fem nom/voc sg Δεῖμαι , Δεῖμα fear fem nom/voc pl Δεῖμε , Δεῖμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δείμας — Δείμᾱς , Δείμας masc acc pl (doric aeolic) Δείμᾱς , Δείμας masc nom sg (epic doric aeolic) Δεί̱μᾱς , Δεῖμα fear fem acc pl Δεί̱μᾱς , Δεῖμα fear fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείμασι — δείμᾱσι , δέμω build aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) δεί̱μασι , δεῖμα fear neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείμασιν — δείμᾱσιν , δέμω build aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) δεί̱μασιν , δεῖμα fear neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δείμαο — Δείμᾱο , Δείμας masc gen sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείμας — δείμᾱς , δέμω build aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείμασαν — δείμᾱσαν , δέμω build aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia