δείνα, ο, η, το — και δείνας, ο, δείνα, η, δείνα, το αόρ. αντων., κάποιος: Δε θέλω να μου αναφέρεις ως παράδειγμα τον τάδε και δείνα άγνωστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖνα — such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείνα — ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το) (για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ ἔδρασ ὁ δεῑνα;») αρχ. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
δεινά — δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινά — επίρρ. βλ. δεινός … Dictionary of Greek
δεινᾷ — δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖν' — δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα , δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl δεῖνι , δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινᾶι — δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινᾷ , δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείν' — δεινά , δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) δεινέ , δεινός fearful masc voc sg δειναί , δεινός fearful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖνες — δεῖνα such an one masc/fem/neut nom pl (attic) δεῖνα such an one masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖνι — δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)