δεῖνα

δεῖνα

δεῖνα, ὁ, ἡ, τό, gen. δεῖνος, acc. δεῖνα etc. zuweilen indeclin., wie Ar. Th. 622; der und der, ein gewisser, den man nicht nennen will oder kann, der bewußte, Ran. 918; Oratt., z. B. οἱ δεῖνες Dem. 24, 180; – τὸ δεῖνα, aus der Volkssprache, als Ausruf gebraucht, wenn man einen plötzlichen Einfall sogleich vorbringt, um ihn nicht zu vergessen, atat, oder wenn man sich auf etwas nicht sogleich besinnen kann, Dings, Ar. Lys. 921 Av. 648 Pax 268; dah. euphemistisch für πέος, ibd. 867 Ach. 1149.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δείνα, ο, η, το — και δείνας, ο, δείνα, η, δείνα, το αόρ. αντων., κάποιος: Δε θέλω να μου αναφέρεις ως παράδειγμα τον τάδε και δείνα άγνωστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεῖνα — such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείνα — ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το) (για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ ἔδρασ ὁ δεῑνα;») αρχ. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • δεινά — δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινά — επίρρ. βλ. δεινός …   Dictionary of Greek

  • δεινᾷ — δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖν' — δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom/acc sg (attic) δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem/neut nom sg δεῖνα , δεῖνα such an one masc/fem acc sg δεῖνα , δεῖνα such an one neut nom/voc/acc pl δεῖνι , δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινᾶι — δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινᾷ , δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινᾷ , δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείν' — δεινά , δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) δεινέ , δεινός fearful masc voc sg δειναί , δεινός fearful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖνες — δεῖνα such an one masc/fem/neut nom pl (attic) δεῖνα such an one masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖνι — δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”