δείελος

δείελος

δείελος, ον, nachmittäglich, abendlich, Hom. zweimal: Odyss. 17, 606 ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυϑε δείελον ἦμαρ, der Nachmittag, vgl. 18, 306, wo der Abend eintritt, ἕσπερος; substantivisch δείελος in der Bedtg »Abend« Iliad. 21, 232 εἰς ὅ κεν ἔλϑῃ δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν. Aristarch meinte, daß sich die Formen δείελος und δείλη im Wesentlichen so verhielten, wie Σάμος Σάμη, χῶρος χώρα u. dgl., Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 232 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀρσενικῶς τὴν δείλην δείελον, anderes Scholium ἡ δείλη δείελος εἴρηται ὡς ἡ ἑσπέρα ἕσπερος, ὠνὴ ὦνος, χολὴ χόλος, vgl. Friedlaender Aristonic. Iliad. 2, 634; Buttm. Lexil. 2, 188. – Theocrit. 25, 86 Ἠέλιος μὲν ἔπειτα ποτὶ ζόφον ἔτραπεν ἵππους δείελον ἦμαρ ἄγων· τὰ δ' ἐπήλυϑε πίονα μῆλα ἐκ βοτάνης ἀνιόντα μετ' αὔλιά τε σηκούς τε; Ap. Rh. 3, 417 δείελον ὥρην; ὑπὸ δείελον, gegen Abend, Ap. Rh. 1, 1160; – τὸ δ., das Vesperbrot, Callim. frg. 190, wo Eust. δειελίη las.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δείελος — δείελος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δειλινό («δείελον ἦμαρ», «δείελος ὥρη») 2. ως ουσ. α) το δειλινό (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» κατά το δειλινό) β) δειελίη το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.… …   Dictionary of Greek

  • δείελος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείελον — δείελος of masc/fem acc sg δείελος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειέλου — δείελος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείελα — δείελος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείελοι — δείελος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδείελος — εὐδείελος, ον (Α) 1. εύδηλος, φανερός, αυτός που φαίνεται καθαρά από μακριά («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος», Ομ. Οδ.) 2. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ευήλιος («εὐδείελος χθὼν Ἰαολκοῡ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείελος. Η σημασία τού ευδείελος… …   Dictionary of Greek

  • deu-1 —     deu 1     English meaning: to plunge, to penetrate into     Deutsche Übersetzung: “einsinken, eindringen, hineinschlũpfen”     Material: O.Ind. upü du “ to go into, (of clothes), to put on, to wear, assume the person of, enter, press into,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από …   Dictionary of Greek

  • δειελίη — δειελίη, η (Α) το δειλινό, το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί τού δείελον (βλ. λ. δείελος)] …   Dictionary of Greek

  • δειελινός — δειελινός, ή, όν (Α) ο δείελος, αυτός που γίνεται κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό τ. τού δειλινός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”