δείκελον

δείκελον

δείκελον, τό, = folgdm, Bild, Agath. 61 (IX, 153).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δείκελον — neut nom/voc/acc sg δείκηλον representation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείκελον — το βλ. δείκηλον …   Dictionary of Greek

  • δείκελα — δείκελον neut nom/voc/acc pl δείκηλον representation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείκηλον — και δείκελον, το (Α) 1. αναπαράσταση, παρουσίαση 2. ομοίωμα, εικόνα 3. φάντασμα 4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ τού δείκνυμι και στο επίθημα ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”