- διά-σεμνος
διά-σεμνος, = σεμνός, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-σεμνος, = σεμνός, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
ταβουλλάριος — Ονομαζόταν τ. από τους Βυζαντινούς ο γραμματοφύλακας ή αρχειοφύλακας. Ο προϊστάμενός τους ονομαζόταν πριμμικήριος των ταβουλλάριων. Ο τ. έπρεπε να είναι ανεπίληπτης διαγωγής, σεμνός στο ήθος και πνευματικά υγιής. Επιπλέον έπρεπε να είναι κάτοχος… … Dictionary of Greek