- διά-σημος
διά-σημος, sehr erkennbar, berühmt; καὶ λαμπρός, Plut. Dion. 54; κράνος, prächtig, T. Graech. 17, u. a. Sp. – Vom Ton, vernehmlich, deutlich, διάσημα ϑροεῖ Soph. Phil. 209.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-σημος, sehr erkennbar, berühmt; καὶ λαμπρός, Plut. Dion. 54; κράνος, prächtig, T. Graech. 17, u. a. Sp. – Vom Ton, vernehmlich, deutlich, διάσημα ϑροεῖ Soph. Phil. 209.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίσημος — ον, δωρ. τ. περίσαμος, ον, Α πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διά σημος] … Dictionary of Greek
διοσημία — η (Α) 1. κάθε σημείο που προέρχεται από τον Δία, οιωνός από τον ουρανό, μετεωρολογικό ή ουράνιο φαινόμενο που προαναγγέλλει το μέλλον 2. οιωνός, σημάδι, μήνυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + σημία < σημος < σήμα] … Dictionary of Greek