- διά-σκεψις
διά-σκεψις, ἡ, Betrachtung, Untersuchung; Plat. Legg. III, 697 c. u. Sp., wie plur., Plut. Timol. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-σκεψις, ἡ, Betrachtung, Untersuchung; Plat. Legg. III, 697 c. u. Sp., wie plur., Plut. Timol. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek
συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… … Dictionary of Greek