δια-βήτης

δια-βήτης

δια-βήτης, , 1) der weit ausschreitende, der Zirkel, Ar. Nubb. 179; Av. 1003. – 2) die Bleiwaage der Zimmerleute, Plat. Phil. 56 b, von σταφύλη unterschieden, μετρεῖ γὰρ τὸ πλάτος μόνον. – 3) der Doppelheber, Mathem. – 4) die Harnruhr, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …   Dictionary of Greek

  • πυριβήτης — ὁ, Α αυτός που στέκεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βήτης (< θ. βη τού βαίνω, πρβλ. βῆ μα), πρβλ. δια βήτης, εμπυρι βήτης] …   Dictionary of Greek

  • Diabetes mellitus — Saltar a navegación, búsqueda Diabetes mellitus Clasificación y recursos externos Aviso médico …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”