δι-αίθομαι, sich entzünden, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἴθομ' — αἴθομαι , αἴθω light up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαίθομαι — ἀπαίθομαι (Α) [αίθομαι] φλέγομαι … Dictionary of Greek
διαίθομαι — (Α) [αίθομαι, αίθω] διαφλέγομαι … Dictionary of Greek