- δεξί-μηλος
δεξί-μηλος, Schaafe an-, aufnehmend, ἀγάλματα, als Opfer, Eur. Phoen. 632; ἐσχάρα Andr. 1138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεξί-μηλος, Schaafe an-, aufnehmend, ἀγάλματα, als Opfer, Eur. Phoen. 632; ἐσχάρα Andr. 1138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερέμηλος — ον, Α (για νήσο) αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολύμηλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + μηλος (< μῆλον [ΙΙ] «πρόβατο»), πρβλ. δεξί μηλος] … Dictionary of Greek
φυξίμηλος — ον, Α (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φυξίμηλα (ενν. δένδρα) δένδρα αρκετά ανεπτυγμένα ώστε να μην μπορούν τα πρόβατα να τά βλάψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» (πρβλ. δεξί μηλος, φερέ μηλος)] … Dictionary of Greek
δεξίμηλος — δεξίμηλος, ον (Α) αυτός που δέχεται ως θυσία πρόβατα, ο πλούσιος σε θυσίες («λεῑπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῡ», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + μηλος < μήλον «πρόβατο» (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος,… … Dictionary of Greek