- δια-βλύζω
δια-βλύζω, ergießen, Nonn. D. 22, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βλύζω, ergießen, Nonn. D. 22, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διέβλυσε — διά βλύζω bubble aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)