- δια-μοχλεύω
δια-μοχλεύω, (mit dem Hebel) auseinander sprengen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μοχλεύω, (mit dem Hebel) auseinander sprengen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαμοχλεῦσαι — διά μοχλέω they strove to heave pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) διά μοχλεύω prise up aor inf act διά μοχλόω bolt pres part act fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμοχλεύοντας — διά μοχλεύω prise up pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμοχλεύοντες — διά μοχλεύω prise up pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκμοχλεύσῃ — διά , ἐκ μοχλέω they strove to heave pres part act fem dat sg (epic ionic) διά , ἐκ μοχλεύω prise up aor subj mid 2nd sg διά , ἐκ μοχλεύω prise up aor subj act 3rd sg διά , ἐκ μοχλεύω prise up fut ind mid 2nd sg διά , ἐκ μοχλόω bolt pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek