δια-βιβάζω

δια-βιβάζω

δια-βιβάζω, hinüberbringen, -führen, τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Her. 1, 75; τοὺς ὁπλίτας ἐς τὴν νῆσον Thuc. 4, 8; so Folgde; τὸν ποταμόν, Plat. Legg. X, 900 c; τὸ στράτευμα τὸν ποταμόν Plut. Pelop. 24; λόγον εἰς πέρας, zu Ende bringen, Heliod. 2, 4. – Bei Sp. auch von der Zeit, hinbringen, verleben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”