- δια-βιβάσθω
δια-βιβάσθω, Conj. für δια-βιβάσκω, = δια-βάσκω, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βιβάσθω, Conj. für δια-βιβάσκω, = δια-βάσκω, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαβιβάσθω — διά βιβάσθω striding pres subj act 1st sg διά βιβάσθω striding pres ind act 1st sg διαβιβά̱σθω , διά βιβάω stride pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)