- δια-βαστάζω
δια-βαστάζω (s. βαστάζω), durch-, hinübertragen, LXX.; mit der Hand abwägen, Luc. Ep. Sat. 33; Plut. Dem. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βαστάζω (s. βαστάζω), durch-, hinübertragen, LXX.; mit der Hand abwägen, Luc. Ep. Sat. 33; Plut. Dem. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
Kryoneri, Ilia — Kryoneri or Krioneri (Greek, Modern: Κρυονέρι), older forms: o and on is a little village near Olympia with about 400 citizens. It is about in the middle of Pyrgos and Olympia. Its 2001 population was 264 for the village [YPES (The National… … Wikipedia
Kryoneri, Elis — For other uses, see Kryoneri. Kryoneri Κρυονέρι Location … Wikipedia
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek