- δια-μαστίζω
δια-μαστίζω, = διαμαστιγόω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μαστίζω, = διαμαστιγόω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαμαστίζειν — διά μαστίζω whip pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαστίζων — διά μαστίζω whip pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)