- δια-ναρκάω
δια-ναρκάω, fortwährend erstarrt sein, den Winterschlaf halten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-ναρκάω, fortwährend erstarrt sein, den Winterschlaf halten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek