- δενδριακός
δενδριακός, = δενδρικός, Zon. 3 (VI, 22) ϑυσίη
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδριακός, = δενδρικός, Zon. 3 (VI, 22) ϑυσίη
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδριακός — δενδριακός, ή, όν (Α) δενδρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον, παράλληλος τ. τού δενδρικός] … Dictionary of Greek
δενδριακήν — δενδριακός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δεντρικός — ή, ό (AM δενδρικός, ή, όν Α και δενδριακός, ή, όν) όποιος ανήκει στα δένδρα ή προέρχεται απ αυτά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεντρικά τα δένδρα αρχ. γεμάτος δένδρα … Dictionary of Greek