- δενδρο-πήμων
δενδρο-πήμων, ονος, den Bäumen schadend, βλάβη Aesch. Eum. 918.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρο-πήμων, ονος, den Bäumen schadend, βλάβη Aesch. Eum. 918.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί υστερογενώς κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε πήμων (< πῆμα), πρβλ. α πήμων, δενδρο πήμων κ.λπ.] … Dictionary of Greek
λυσιπήμων — λυσιπήμων, ον (Α) αυτός που καταπαύει τη θλίψη ή τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πήμων (< πῆμα «δυστυχία, πόνος»), πρβλ. δενδρο πήμων, μνησι πήμων] … Dictionary of Greek