- δενδρό-καρπος
δενδρό-καρπος, ὁ, Baumfrucht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρό-καρπος, ὁ, Baumfrucht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… … Dictionary of Greek
καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με … Dictionary of Greek
καρποφυώ — καρποφυῶ, έω (Α) παράγω καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φυῶ (< φυώς < φυή ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ακανθο φυώ, δενδρο φυώ] … Dictionary of Greek
μπόμπαξ — ο βοτ. δένδρο τού οποίου ο καρπός περιέχει έριο ανάλογο με το βαμβάκι … Dictionary of Greek
μυξέα — μυξέα, ἡ (Α) το δένδρο που παράγει τον καρπό μύξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα «καρπός που μοιάζει με δαμάσκηνο» + κατάλ. έα (πρβλ. μορέα)] … Dictionary of Greek
σκροφουλαριίδες — (Scrophulariaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών τα περισσότερα από τα οποία είναι ποώδη. Βρίσκονται στους τροπικούς έως τις εύκρατες περιοχές, αλλά τα περισσότερα είδη, γύρω στις 3000, ευδοκιμούν στις ορεινές ζώνες με κλίμα εύκρατο αλλά ψυχρό … Dictionary of Greek
στελεχόκαρπος — ον, Α (για δένδρο ή φυτό) αυτός που φέρει καρπούς στον κορμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + καρπός] … Dictionary of Greek
ταμάρινδος — Φυτό της οικογένειας των καισαλπινιδών, της τάξης των λεγκουμινωδών (δικοτυλήδονα). Είναι δέντρο μεγαλοπρεπές με θολωτή και ευλύγιστη κόμη. Ψηλό έως 30 μ., έχει φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή, σύνθετα από 10 20 ζεύγη φυλλάρια, ωοειδή ελλειψοειδή … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek
ωραιόκαρπος — ον, Μ (για δένδρο) αυτός που έχει ώριμο καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + καρπός] … Dictionary of Greek