- δενδρό-φυτος
δενδρό-φυτος, 1) mit Bäumen bewachsen, Plut. Cam. 16. – 2) πέτρα, ein Stein mit Abdrücken von Bäumen u. Pflanzen, Orph. Lith. 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρό-φυτος, 1) mit Bäumen bewachsen, Plut. Cam. 16. – 2) πέτρα, ein Stein mit Abdrücken von Bäumen u. Pflanzen, Orph. Lith. 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαχανόφυτος — η, ο (για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό φυτος, πλατανό φυτος] … Dictionary of Greek
ροδόφυτος — η, ο, Ν 1. (για τόπο) κατάφυτος, με τριανταφυλλιές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροδόφυτα βοτ. διαίρεση φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον κλάση, τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα φύκη χωρίς μαστίγια, με 3.000 περίπου θαλάσσια είδη και … Dictionary of Greek
πευκόφυτος — η, ο, Ν φυτεμένος με πεύκα, γεμάτος πεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + φυτος (< φύω, φύομαι), πρβλ. δενδρό φυτος] … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek