- δενδρό-κομος
δενδρό-κομος, mit Bäumen belaubt, ὀρέων κορυφαίϑτ. Nubb. 280; ἐναύλεια Eur. Hel. 1108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρό-κομος, mit Bäumen belaubt, ὀρέων κορυφαίϑτ. Nubb. 280; ἐναύλεια Eur. Hel. 1108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυπαρισσόκομος — κυπαρισσόκομος, ον (Α) (για δένδρο) αυτός που έχει φύλλωμα κυπαρισσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος + κομος (< κόμη), πρβλ. ιππό κομος, φυλλό κομος] … Dictionary of Greek
υδατοκομία — η, Ν καλλιέργεια υδρόβιων ζωικών οργανισμών μέσα σε ειδικά εργαστήρια, η οποία αποσκοπεί στον τεχνητό πολλαπλασιασμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. δενδρο κομία] … Dictionary of Greek