- δια-βαπτίζομαι
δια-βαπτίζομαι, sich mit einem Andern um die Wette untertauchen, πρός τινα, Polyaen. 4, 2, 6; übert., τινί, = διαλοιδορεῖσϑαι, Dem. 25, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βαπτίζομαι, sich mit einem Andern um die Wette untertauchen, πρός τινα, Polyaen. 4, 2, 6; übert., τινί, = διαλοιδορεῖσϑαι, Dem. 25, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδιαβαπτίζω — Α 1. διαβρέχω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συνδιαβαπτίζομαι α) βαπτίζομαι σε υγρό μαζί με άλλον β) μτφ. βουτώ στην κακία ή στην αμαρτία («καὶ τοὺς μὴ συνδιαβαπτιζομένους ἔτι ταῑς ἀνθρωπίναις ἀπάταις», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek