- δια-κῡμαίνω
δια-κῡμαίνω, Wellen erregen, stürmisch machen; πέλαγος, Luc. D. mar. 15, 4; übertr., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κῡμαίνω, Wellen erregen, stürmisch machen; πέλαγος, Luc. D. mar. 15, 4; übertr., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek