- δια-κραδαίνω
δια-κραδαίνω, aus einander werfen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κραδαίνω, aus einander werfen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακραδαίνειν — διά κραδαίνω swing pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακραδαίνοιντο — διά κραδαίνω swing pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακραδαίνων — διά κραδαίνω swing pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)