- δια-γραμμίζω
δια-γραμμίζω, das Brettspiel spielen, Philem. Eust. 633, E.; Poll. 7, 206. Nach Moeris hellenistisch für das att. πεττεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-γραμμίζω, das Brettspiel spielen, Philem. Eust. 633, E.; Poll. 7, 206. Nach Moeris hellenistisch für das att. πεττεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek