- δια-βόητος
δια-βόητος, ausgeschrieen, bekannt, χρησμός Plut. Lyc. 5; τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn. 4, 4, 19; bes. berühmt, seltener berüchtigt, ἐπί τινι, wegen etwas, Plut. Lucull. 6; Luc. Alex. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βόητος, ausgeschrieen, bekannt, χρησμός Plut. Lyc. 5; τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn. 4, 4, 19; bes. berühmt, seltener berüchtigt, ἐπί τινι, wegen etwas, Plut. Lucull. 6; Luc. Alex. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδιαβόητος — εὐδιαβόητος, ον (Α) ο ξακουστός, ο περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βόητος (< δια βοώ), πρβλ. περι βόητος] … Dictionary of Greek