δι-κέφαλος

δι-κέφαλος

δι-κέφαλος, zweiköpfig, Arist. H. A. 5, 4 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κέφαλος — mullet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέφαλος — mullet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • Κέφαλος — Sp Kèfalas Ap Κέφαλος/Kefalos L P. Sporados (Koso s.), Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κέφαλος — ο γένος ψαριών: Σήμερα το μεσημέρι είχαμε κέφαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Кефал — (Κέφαλος) сын Деиона или Деионея, сына Эола, царя Фокиды. Из Фокиды К. переселился в Аттику и стал царствовать в Форике, одном из 12 ти древнейших государств Аттики, на юго восточной оконечности ее. К северо западу от Форика находился дем Кефале… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κεφάλοιο — Κέφαλος mullet masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοιο — κέφαλος mullet masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοις — κέφαλος mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλοισιν — κέφαλος mullet masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφάλου — Κέφαλος mullet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”