- δι-κέραιος
δι-κέραιος, mit zwei Hörnern, Spitzen, στόρϑυγξ Antip. Sid. 19 (VI, 111).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-κέραιος, mit zwei Hörnern, Spitzen, στόρϑυγξ Antip. Sid. 19 (VI, 111).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραιός — κεραιός, ὁ (Α) κεραός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κεραός] … Dictionary of Greek