- δι-κέρατος
δι-κέρατος, = δικέραιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-κέρατος, = δικέραιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρατος — κέρᾱτος , κέρας Aër. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβοκέρατος — κολοβοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κέρατος (< κέρας), πρβλ. ορθο κέρατος, στρεβλο κέρατος] … Dictionary of Greek
κονδοκέρατος — κονδοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, ορθο κέρατος] … Dictionary of Greek
κριοκέρατος — κριοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, οξυ κέρατος] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
ορθοκέρατος — η, ο (Α ὀρθοκέρατος, ον) αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρατος (< κέρας, ατος), πρβλ. οξυ κέρατος] … Dictionary of Greek
στρεβλόκερως — ων και στρεβλοκέρατος, ον, ΜΑ αυτός που έχει στρεβλά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + κερως / κέρατος (< κέρας, κέρατος), πρβλ. μονό κερως] … Dictionary of Greek
συνομοκέρωτος — ον, Μ αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό κεράτων με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμ(ο) * + κέρωτος < κέρω ς (< κέρας*, πρβλ. ἄ κερως) + επέκταση τος, κατά τα μτγν. συνθ. σε κέρατος (πρβλ. ἀ κέρατος), πρβλ. και ἀ κέρωτος] … Dictionary of Greek
τετρακέρατος — η, ο / τετρακέρατος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερα κέρατα νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες μσν. αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τρικέρατος — η, ο / τρικέρατος, ον, ΝΜ αυτός που έχει τρία κέρατα, τρίκερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κέρατος (< κερας, ατος), πρβλ. τετρα κέρατος] … Dictionary of Greek
Ceratosaurus — Temporal range: Late Jurassic, 153–148 Ma … Wikipedia