- δι-κάρηνος
δι-κάρηνος, zweiköpfig, Batr. 300; δικάρανος ἁλότριψ Ariston. 1 (VI, 306).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-κάρηνος, zweiköpfig, Batr. 300; δικάρανος ἁλότριψ Ariston. 1 (VI, 306).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Καρήνοις — Κάρηνος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρήνου — Κάρηνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρήνων — Κάρηνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρήνῳ — Κάρηνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρηνον — Κάρηνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκάρηνος — εὐκάρηνος, ον, ποιητ. τ. ἠϋκάρηνος (Α) αυτός που έχει ωραίο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρηνος (< κάρα «κεφάλι»), πρβλ. ευρυ κάρηνος, χρυσο κάρηνος)] … Dictionary of Greek
ευρυκάρηνος — εὐρυκάρηνος, ον (Α) με μεγάλο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + καρηνος < κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. αυτο κάρηνος, χρυσο κάρηνος)] … Dictionary of Greek
λειοκάρηνος — λειοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] … Dictionary of Greek
μακροκάρηνος — μακροκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει μακρύ κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ταυρο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] … Dictionary of Greek
μιλτοκάρηνος — μιλτοκάρηνος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει κόκκινο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κάρηνος(< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] … Dictionary of Greek
οξυκάρηνος — ὀξυκάρηνος, ον (Α) οξυκέφαλος, αυτός που έχει οξεία, σουβλερή κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek