δι-κάρδιος

δι-κάρδιος

δι-κάρδιος, mit zwei Herzen, Arist. H. A. 11, 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • θερμοκάρδιος — α, ο αυτός που έχει ζεστή καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κάρδιος < καρδία (πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • θηλυκάρδιος — θηλυκάρδιος, ὁ (Α) ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος ταχυ κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • θλιβεροκάρδιος — θλιβεροκάρδιος, ον (Μ) αυτός που θλίβει την καρδιά, που προξενεί μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλιβερός + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανο κάρδιος, σπαραξι κάρδιος)] …   Dictionary of Greek

  • θρασυκάρδιος — θρασυκάρδιος, ον (ΑΜ) μσν. αυθάδης αρχ. τολμηρός, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • θρεοκάρδιος — θρεοκάρδιος, ον (Α) θλιμμένος, με καρδιά λυπημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεο (< θρέομαι) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • ισχυροκάρδιος — ἰσχυροκάρδιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • καρτεροκάρδιος — καρτεροκάρδιος, ον (Μ) 1. καρτερικός 2. αμετάπειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μελανο κάρδιος, σκληρο κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • κλονοκάρδιος — κλονοκάρδιος, ον (Α) (για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, χαλκεο κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοκάρδιος — λεοντοκάρδιος, ον (Μ) λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, κλονο κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • λιθοκάρδιος — λιθοκάρδιος, ον (AM) σκληρόκαρδος μσν. μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”