- δειλινός
δειλινός, nachmittäglich, abendlich, com. bei Schol. Soph. Ai. 255; Plut. u. a. Sp.; δειλινὸν ὡς κατέδαρϑον Theocr. 21, 39. S. δειελινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλινός, nachmittäglich, abendlich, com. bei Schol. Soph. Ai. 255; Plut. u. a. Sp.; δειλινὸν ὡς κατέδαρϑον Theocr. 21, 39. S. δειελινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλινός — in the afternoon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλινός — ή, ό ο απογευματινός, ο εσπερινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δειλινά — δειλινός in the afternoon neut nom/voc/acc pl δειλινά̱ , δειλινός in the afternoon fem nom/voc/acc dual δειλινά̱ , δειλινός in the afternoon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλινῶν — δειλινός in the afternoon fem gen pl δειλινός in the afternoon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλινόν — δειλινός in the afternoon masc acc sg δειλινός in the afternoon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλιναῖς — δειλινός in the afternoon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλιναί — δειλινός in the afternoon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλινοί — δειλινός in the afternoon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλινοῦ — δειλινός in the afternoon masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλινούς — δειλινός in the afternoon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλινῆς — δειλινός in the afternoon fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)