- δι-ελεγκτικός
δι-ελεγκτικός, ή, όν, widerlegend, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ελεγκτικός, ή, όν, widerlegend, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεγκτικός — fond of cross questioning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεγκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, ή, όν) 1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει 2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια τού ελέγχου νεοελλ. φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» το Ανώτατο … Dictionary of Greek
ελεγκτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον έλεγχο, ο αρμόδιος να ελέγχει: Ελεγκτικό συνέδριο. 2. που αρέσει να επικρίνει, ο επικριτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεγκτικά — ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc pl ἐλεγκτικά̱ , ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc/acc dual ἐλεγκτικά̱ , ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγκτικώτερον — ἐλεγκτικός fond of cross questioning adverbial comp ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc comp sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγκτικῶν — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem gen pl ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγκτικόν — ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγκτικώτατα — ἐλεγκτικός fond of cross questioning adverbial superl ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγκτικώτατον — ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc superl sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγκτικαῖς — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγκτικαί — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)