δειλότης, ητος, ἡ, Furchtsamkeit, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλότητα — δειλότης cowardice fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλότητα — η (AM δειλότης) [δειλός] η δειλία … Dictionary of Greek