δειλός

δειλός

δειλός (entstanden aus ΔΕ-Ι-ΛΟ'Σ, Wurzel ΔΕ = ΔΙ, verwandt δέος, δείδω), a) furchtsam, feig, Ggstz von ἄλκιμος, Il. 13, 278; vgl. Arist. Eth. 2, 7, 3; oft bei Plat. u. a. Att.; Ggstz ϑρασύς Diphil. Ath. III, 35 d. Auch mit dem gen., vor etwas, σμίνϑοςοὐδὲ μυάγρης δειλός Gemin. 9 (XI, 410). – b) überh. schlecht, schwach, verächtlich; δειλός τε καὶ οὐτιδανός Il. 1, 293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασϑαι Odyss. 8, 351. Dah. bei Theogn. Ggstz von ἀγαϑός u. ἀμείνων, 393. 463; vgl. Hes. O. 711. – c) unglücklich, bejammernswerth, u. mit dem Ausdrucke mitleidigen Bedauerns, arm, oft Hom.; ὤ μοι ἐγὼ δειλός, weh mir Aermstem, Odyss. 5, 299; δειλοῖσι βροτοῖσιν, den armen Sterblichen, Iliad. 22, 31; Anrede ἆ δειλέ, Iliad. 17, 201, ἆ δειλοί, Odyss. 10, 431, ἆ δειλώ Iliad. 17, 443 Odyss. 21, 86; mit genitiv., ἆ δειλὲ ξείνων Odyss. 14, 361. 21, 288. So δειλοῖς ἐν νεκύεσσι Theocrit. 16, 43. Attisch heißt dies δείλαιος. S. Scholl. Aristonic. Iliad. 17, 38. 22, 31. 23, 65 Herodian. 11, 441. 17, 201 Apollon. Lex. Homer. p. 56, 30 Lehrs Aristarch. p. 122.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δείλος — δεῑλος, ο και δεῑλος, το (Μ) [δειλία] φόβος, δισταγμός …   Dictionary of Greek

  • δειλός — cowardly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί …   Dictionary of Greek

  • δειλός — ή, ό επίρρ. ά φοβητσιάρης, άτολμος, δισταχτικός, λιπόψυχος: Ο δειλός δύσκολα προοδεύει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δειλά — δειλός cowardly neut nom/voc/acc pl δειλά̱ , δειλός cowardly fem nom/voc/acc dual δειλά̱ , δειλός cowardly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλότερον — δειλός cowardly adverbial comp δειλός cowardly masc acc comp sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλοτάτων — δειλός cowardly fem gen superl pl δειλός cowardly masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλοτέρων — δειλός cowardly fem gen comp pl δειλός cowardly masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλόν — δειλός cowardly masc acc sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλότατα — δειλός cowardly adverbial superl δειλός cowardly neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλότατον — δειλός cowardly masc acc superl sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”