- δεικτήριον
δεικτήριον, τό, nach E. M. 261, 9, ein Ort in Samos, vom Zeigen genannt. Vgl. δεῖγμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεικτήριον, τό, nach E. M. 261, 9, ein Ort in Samos, vom Zeigen genannt. Vgl. δεῖγμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεικτήριον — δεικτήριον, το (Α) [δείκνυμι] 1. μέρος για έκθεση, παρουσίαση εμπορευμάτων 2. (στη Σάμο) τόπος όπου η Αθηνά έδειξε στον Περσέα ομοίωμα τής Γοργόνας 3. δείγμα … Dictionary of Greek
δεικτήριον — place for showing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτηρίου — δεικτήριον place for showing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτήρια — δεικτήριον place for showing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PULPITUM — excitatum in Proscenio, agentium et loquentium locus erat. In Pulpitum enim Actores prodibant, quod, ut Vitruvius docet, latius erat Latinis, quam Graecis. Altitudo illius Romanis non plus pedum quinque; adeoque humilius Scenâ, sed altius… … Hofmann J. Lexicon universale
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
δεικτηριάς — δεικτηριάς, η (Α) [δεικτήριον] γυναίκα μίμος, ηθοποιός … Dictionary of Greek