- δι-εκ-φεύγω
δι-εκ-φεύγω (s. φεύγω), entfliehen; τὸν κίνδυνον Plut. Camill. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εκ-φεύγω (s. φεύγω), entfliehen; τὸν κίνδυνον Plut. Camill. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεύγω — flee pres subj act 1st sg φεύγω flee pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — φεύγω, έφυγα βλ. πίν. 228 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φευξούμενον — φεύγω flee fut part mid masc acc sg (attic epic doric) φεύγω flee fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) φεύγω flee fut part mid masc acc sg (doric) φεύγω flee fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric) φεύζω cry fut part mid masc acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεῦγον — φεύγω flee pres part act masc voc sg φεύγω flee pres part act neut nom/voc/acc sg φεύγω flee imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φεύγω flee imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγετον — φεύγω flee pres imperat act 2nd dual φεύγω flee pres ind act 3rd dual φεύγω flee pres ind act 2nd dual φεύγω flee imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγετε — φεύγω flee pres imperat act 2nd pl φεύγω flee pres ind act 2nd pl φεύγω flee imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγῃ — φεύγω flee pres subj mp 2nd sg φεύγω flee pres ind mp 2nd sg φεύγω flee pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφευγμένον — φεύγω flee perf part mp masc acc sg (epic) φεύγω flee perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic) φεύζω cry perf part mp masc acc sg (doric) φεύζω cry perf part mp neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφευγότα — φεύγω flee perf part act neut nom/voc/acc pl φεύγω flee perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)