μαγειρικός

μαγειρικός

μαγειρικός, zum Koch, zum Kochen gehörig; ῥημάτια, Ar. Equ. 216; σκεύη, Ath. IV, 169; κοπίς, Plut. Lycurg. 2; ἡ μαγειρική, sc. τέχνη, die Kochkunst, Plat. Polit. 289 a, wie μαγειρικὴ ἐμπειρία, Gorg. 500 b; διδασκαλία, ein Buch des Rhodiers Parmenon über die Kochkunst, Ath. VII, 308 f. – in der Kostkunft erfahren, Plat. Theag. 125 c. – Adv. μαγειρικῶς, Ac. Equ. 326 Ach. 979; μ. ἐσκευασμένη τροφή der ὦμή entggstzt, S. Emp. pyrrh. 1, 56.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαγειρικός — fit for a cook masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικός — ή, ό (AM μαγειρικός, ή, όν) [μάγειρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική η …   Dictionary of Greek

  • μαγειρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μάγειρα ή το μαγειρείο: Της έκανε δώρο ένα ακριβό μαγειρικό σκεύος. 2. το θηλ., μαγειρική η τέχνη της ετοιμασίας φαγητών: Βρήκα τη συνταγή σ’ έναν παλιό οδηγό μαγειρικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγειρικά — μαγειρικός fit for a cook neut nom/voc/acc pl μαγειρικά̱ , μαγειρικός fit for a cook fem nom/voc/acc dual μαγειρικά̱ , μαγειρικός fit for a cook fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικῶν — μαγειρικός fit for a cook fem gen pl μαγειρικός fit for a cook masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικόν — μαγειρικός fit for a cook masc acc sg μαγειρικός fit for a cook neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικαῖς — μαγειρικός fit for a cook fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικαί — μαγειρικός fit for a cook fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικοῖς — μαγειρικός fit for a cook masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικοί — μαγειρικός fit for a cook masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικοῦ — μαγειρικός fit for a cook masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”