- μαγειρεύω
μαγειρεύω, ein Koch sein, als Koch dienen, Theophr. char. 7; kochen, dem ὀψοποιεῖν entsprechend, Plut. Quaest. Rom. 85; ἱερεῖα, zubereiten, Ath. IV, 173 d; zerfleischen, Bahr. 122, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγειρεύω, ein Koch sein, als Koch dienen, Theophr. char. 7; kochen, dem ὀψοποιεῖν entsprechend, Plut. Quaest. Rom. 85; ἱερεῖα, zubereiten, Ath. IV, 173 d; zerfleischen, Bahr. 122, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγειρεύω — to be a cook pres subj act 1st sg μαγειρεύω to be a cook pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρεύω — μαγειρεύω, μαγείρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαγειρεύω — και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) [μάγειρος] παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) … Dictionary of Greek
μαγειρεύω — μαγείρεψα, μαγειρε(υ)μένος 1. βράζω, ψήνω ή τηγανίζω φαγητό με διάφορα καρυκεύματα: Η γιαγιά μου συνήθως μαγειρεύει παραδοσιακά φαγητά. 2. μηχανορραφώ, ραδιουργώ, σχεδιάζω κάτι ύπουλα: Τα παιδιά κάθονται φρόνιμα, σίγουρα κάτι μαγειρεύουν! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγειρεύει — μαγειρεύω to be a cook pres ind mp 2nd sg μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρεύουσι — μαγειρεύω to be a cook pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρεύουσιν — μαγειρεύω to be a cook pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαγείρευον — μαγειρεύω to be a cook imperf ind act 3rd pl μαγειρεύω to be a cook imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιαχνίζω — μαγειρεύω γιαχνί … Dictionary of Greek
μαρινάρω — μαγειρεύω κρέας ή ψάρι με μαρινάτα ώστε να γίνουν νοστιμότερα και να διατηρηθούν περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinare «ταριχεύω»] … Dictionary of Greek
μαγειρευόμενα — μαγειρεύω to be a cook pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)